23 Ιαν 2013

Ρωμαίος & Ιουλίτσα

                                           
  Η Ελένη Τορόση γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε στο Μόναχο, όπου και ζει. Κάνει εκπομπές για τους Έλληνες που ζουν στη Γερμανία και ρεπορτάζ για την τέχνη και τον πολιτισμό. Στην Ελλάδα κυκλοφορούν πολλά βιβλία της, όπως  "Κουμπότρυπες κι ελέφαντες", "ο Μελάνιος Τρεχαντήρας ταξιδεύει" και "Ένα ψάρι στο κακάο".

Η Ιουλία είναι μία χελώνα που ζει μαζί με την γιαγιά της, την Ισμήνη. Φέτος το καλοκαίρι,
επειδή είχε πολλούς καύσωνες,  δεν άντεχε το καβούκι της και συνέχεια μουρμούριζε.  Γι'αυτό και την κορόιδευαν οι φίλες της.Ένα πρωινό η γιαγιά της, για να μην την βλέπει να στεναχωριέται, την πήγε σε ένα μυστικό μέρος πίσω από το μοναστήρι, όπου πήγαινε η ίδια μαζί με τον άντρα της και έκαναν ντους στους καταρράκτες. Το επόμενο πρωινό η Ιουλία συνάντησε ένα λαγό και έγιναν φίλοι. Μια μέρα η Ιουλία πήγε να μαζέψει τα βότανα της Αγάπης. Ο λαγός όταν τα έφαγε έγινε μικρός και μπήκε στο καβούκι της χελώνας για να κοιμηθούνε αγκαλίτσα. Όλες οι χελώνες που τους έβλεπαν έλεγαν "τί ζευγάρι είναι αυτό!".Μια μέρα άκουσαν ένα θόρυβο, Ήταν ένα ελικόπτερο που μοίραζε διαφημιστικά για το Περού. Ο λαγός κοίταξε στενοχωρημένος την χελώνα και της είπε ότι πρέπει να φύγει για να συνεχίσει τον γύρο του κόσμου. Γι'αυτό της πρότεινε να πάει και αυτή μαζί του.

Θα δεχτεί η χελώνα να πάει μαζί του;

Ο Ρωμαίος και η Ιουλίτσα είναι ένα συναρπαστικό παραμύθι γεμάτο περιπέτειες, αγάπη και βαθιές φιλίες. Γι'αυτό σας προτείνω να το διαβάσετε!!!!!!!

Ιουλίτσα και Ρωμαίος

Ο λύκος και η κατσίκα




Μία κατσίκα απομακρύνθηκε μια μέρα από το κοπάδι της και χωρίς να το καταλάβει βρέθηκε μόνη της, ανάμεσα σε μερικούς θάμνους. Ξαφνικά, μέσα από ένα θάμνο ξεφύτρωσε ένας λύκος.
Η κατσίκα τρόμαξε τόσο πολύ που έμεινε ακίνητη, γιατί είχαν παραλύσει τα πόδια της και φοβήθηκε πως ήρθε η τελευταία της ώρα. Ο λύκος θα έπεφτε πάνω της και …
Όμως ο λύκος δεν κουνήθηκε από τη θέση του…
Αυτό το έκανε ο λύκος γιατί δεν ήθελε να τρομάξει την κατσίκα. Αμέσως της μίλησε!
Ρώτησε το όνομά της. Εκείνη όμως δεν του απάντησε γιατί φοβόταν. Τότε ο λύκος της είπε να μην τον φοβάται. Τελικά του είπε ότι τη λένε Βάνα. Μετά την ρώτησε πώς βρέθηκε στο δάσος ολομόναχη. Η Βάνα του απάντησε πως ούτε κι εκείνη το κατάλαβε. Ξαφνικά, είδαν ότι άρχισε να σκοτεινιάζει. Ο λύκος προσκάλεσε την κατσίκα στο σπίτι του και εκείνη δέχτηκε.
Εκεί, στο σπίτι, γνωρίστηκαν καλύτερα κι έγιναν πολύ καλοί φίλοι. Μαγείρεψαν παρέα, έφαγαν μια νόστιμη και υγιεινή χορτόσουπα και μετά από λίγο κοιμήθηκαν.
Την άλλη μέρα το πρωί, στο αγρόκτημα, ο βοσκός πήγε να ταΐσει τις κατσίκες και είδε ότι έλειπε μια. Αυτή ήταν η κατσίκα, που τη φώναζε Βάνα. Γρήγορα, όλοι οι άνθρωποι στο αγρόκτημα άρχισαν να την ψάχνουν. Μετά από μία ώρα, μαζί με τα τσομπανόσκυλα, πήγανε στο δάσος.  
Εκεί, στο δάσος, έφτασαν στο σπίτι του λύκου και ξαφνιάστηκαν. Γιατί είδαν το λύκο και την κατσίκα να τρώνε μαζί το πρωινό τους.
Λίγη ώρα μετά, οι άνθρωποι του αγροκτήματος ρώτησαν το λύκο αν θέλει να έρθει  στο αγρόκτημά τους. Εκείνος το σκέφτηκε λίγο και στο τέλος δέχτηκε. Θα αποκτούσε μια καινούρια παρέα και δεν θα ήταν πια μόνος. Και ζήσαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα!

Βιβλίο Ε΄, κεφ.4, ασκ. 3, σελ. 63.